- μνημάδιον
- μνημάδιον, τὸ (Α) [μνήμα]μικρό μνημείο, μικρός τύμβος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μνημάτιον — μνημάτιον, τό (Α) [μνήμα] 1. μνημάδιον* 2. ως κύριο όν. τίτλος έργου τού Διφίλου και τού Επιγένους … Dictionary of Greek